φιλομητόρειος

φιλομητόρειος
ὁ, Α [φιλομήτωρ, -ορος]
μέλος δήμου που ονομάστηκε έτσι από τον Πτολεμαίο ΣΤ'.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”